υπεραισθητός

υπεραισθητός
η , ό[ν] недоступный чувствам; сверхчувственный, постигаемый, воспринимаемый только умом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "υπεραισθητός" в других словарях:

  • υπεραισθητός — ή, ό, Ν αυτός που βρίσκεται πέρα από τον αισθητό κόσμο, που δεν είναι προσιτός μέσω τών αισθήσεων, αλλά συλλαμβάνεται μόνον με τον νου, με τη σκέψη (α. «υπεραισθητός κόσμος» β. «υπεραισθητές αξίες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + αισθητός. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • υπεραισθητός — ή, ό αυτός που είναι πέρα από τον αισθητό κόσμο, που δεν είναι προσιτός στις αισθήσεις, που συλλαμβάνεται μόνο με τη νόηση: Ο Θεός είναι υπεραισθητός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νοερός — ή, ό (ΑΜ νοερός, ά, όν, Α και νοηρός, ά, όν) 1. αυτός που συλλαμβάνεται με τον νου, αυτός που γίνεται αντιληπτός μόνο με τον νου («ἀόρατε, ἀκατάληπτε Δημιουργὲ τῶν νοερῶν οὐσιῶν», Μηναί.) 2. αυτός που γίνεται, που συντελείται στο πεδίο τού νου… …   Dictionary of Greek

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»